- Σμύρνη
- I
(Izmir- τουρκικά). Πόλη (946.294 κάτ.) της δυτικής Τουρκίας στα παράλια του Αιγαίου, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (12263 τ. χλμ., 2.316.843 κάτ.). Βρίσκεται μεταξύ του ομώνυμου κόλπου (του Ερμαίου των αρχαίων) στις εκβολές του Κεμέρ Τσαγί, και των λοφωδών παραφυάδων μιας μακράς οροσειράς. Το αρχαιότερο τμήμα της πόλης, στο οποίο δεσπόζει η ακρόπολη (Καντιφεκαλέ), βρίσκεται προς τα Δ και προς τα Β του λόφου Πάγου (160 μ.) όπου υπάρχει η γραφική αγορά και οι συνοικίες με τη μεγαλύτερη κίνηση. Η Σ. είναι σήμερα μεγάλο βιομηχανικό (τομείς ειδών διατροφής, χημικών προϊόντων, κονσερβοποιίας, υφαντουργίας, βυρσοδεψίας, καπνού) και εμπορικό κέντρο με σημαντικό εξαγωγικό εμπόριο. Εκτός από την οικονομική δραστηριότητα της, ανταγωνίζεται σήμερα την Κωνσταντινούπολη και την Άγκυρα ακόμα και στον κοινωνικό και πνευματικό τομέα, με το πανεπιστήμιο και τα άλλα ιδρύματα της.Ιστορία. Αποικία ιδρυμένη από τους Αιολείς τον 11o αι. π.Χ. κοντά σ’ ένα οικισμό της 3ης χιλιετίας, η Σ. (που ονομαζόταν και Σμύρνα) αναπτύχτηκε ως εμπορικό λιμάνι και γνώρισε κατά τα τέλη του 9ου αι. περίοδο ευημερίας. Όταν κατά τα τέλη του 7ου αι. π.Χ. καταστράφηκε από το Λυδό στρατηγό Αλυάττη και οι κάτοικοι της σκορπίστηκαν στα περίχωρα, η Σ. δεν ξαναβρήκε πια την περασμένη λαμπρότητα της, εξαιτίας επίσης της επιχωμάτωσης του λιμανιού της, ως τον 4o αι. π.Χ. Ο Μέγας Αλέξανδρος επανίδρυσε τη Σ., επανέφερε τους διασκορπισθέντες κάτοικους της και τους εγκατάστησε στους πρόποδες του Πάγου. Από τους διαδόχους του ο Αντίγονος ο Μονόφθαλμος την ανοικοδόμησε, την οχύρωσε και τη στόλισε με ωραία κτίσματα, την επανέφερε στην παλιά της ακμή και, όπως αναφέρει ο Στράβων, έγινε η ωραιότερη πόλη της Μ. Ασίας. Περιήλθε στους Σελευκίδες, και από το 27 π.Χ., κάτω από την κυριαρχία της Ρώμης, γνώρισε νέα περίοδο ευημερίας και καλλιτεχνικής λαμπρότητας. Κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες η Σ. υπήρξε μια από τις 7 Εκκλησίες της Αποκάλυψης. Στο στάδιό της βρήκε μαρτυρικό θάνατο ο δεύτερος επίσκοπος της Πολύκαρπος, γιατί δε δέχτηκε να απαρνηθεί το χριστιανισμό (155 μ.Χ.).Στους βυζαντινούς χρόνους, η Σ. διατήρησε τη σημασία της, η ευημερία όμως αυτή τερματίστηκε με την αραβική κατάκτηση (7ος αι.). Μεταξύ 1076 και 1402 περιήλθε διαδοχικά στους Σελτζούκους Τούρκους και στους Βυζαντινούς. Κατακτήθηκε από τους Μογγόλους του Ταμερλάνου το 1402 και ύστερα από τους Οθωμανούς Τούρκους από το 1424 ως το 1918. Δυο φοβεροί σεισμοί (1688 - 1778) κατάστρεψαν την πόλη, η οποία όμως παράμεινε το μεγαλύτερο εμπορικό κέντρο της οθωμανικής αυτοκρατορίας του Αιγαίου. Κατά το 19o αι. η Σ. αποτέλεσε ένα από τα μεγαλύτερα κέντρα του ελληνισμού, και ο ελληνικός πληθυσμός της το 1922, πριν από την καταστροφή της, έφτανε τις 165 000 έναντι μόνο 65 000 Τούρκων, γι’ αυτό και οι Τούρκοι την ονόμαζαν «Γκιαούρ Ισμίρ» (άπιστη Σμύρνη). Εκτός από το ότι ολόκληρη η οικονομική και πνευματική ζωή της Σ. βρισκόταν στα χέρια των Ελλήνων, ο ελληνισμός της διέθετε περίφημες σχολές, μεγάλα φιλανθρωπικά ιδρύματα, νοσοκομεία, ορφανοτροφεία κλπ. και πλήθος από ναούς, ο αρχαιότερος απ’ τους οποίους ήταν ο μητροπολιτικός ναός της Αγίας Φωτεινής. Το 1919 καταλήφθηκε από τον ελληνικό στρατό αλλά ανακαταλήφτηκε από τους Τούρκους το 1922, κατά τη μικρασιατική καταστροφή. Τα τουρκικά στρατεύματα, που μπήκαν στην πόλη στις 27 Αυγούστου 1922, την έκαψαν και σκότωσαν όσους Έλληνες κάτοικους βρήκαν εκεί, μεταξύ των οποίων και το μητροπολίτη Χρυσόστομο. Οι Έλληνες, όσοι διέφυγαν από τη σφαγή, μεταφέρθηκαν στην κυρίως Ελλάδα, όπου και ίδρυσαν τη Νέα Σ. σε ανάμνηση της πατρίδας τους. Η έξοδος των Ελλήνων συντέλεσε στην οικονομική και πνευματική παρακμή της πόλης, που επιδεινώθηκε από τους σεισμούς του 1928 και του 1939.
Σμύρνη: μια άποψη του λιμανιού της. Είναι το δεύτερο σε σημασία λιμάνι της Τουρκίας, μετά το λιμάνι της Κωνσταντινούπολης.
IIΛαϊκή λιθογραφία με παράσταση της καταστροφής της Σμύρνης (φωτ. από την έκδ. «100 + 1 χρόνια Ελλάδα»).
Εβδομαδιαία εφημερίδα της Σμύρνης (1870 - 1876). Συνέχισε έπειτα την έκδοση της ως την καταστροφή του εκεί Ελληνισμού με τον τίτλο Νέα Σμύρνη. Στην εφημερίδα συνεργάστηκαν και πολλοί λόγιοι.
Dictionary of Greek. 2013.